- αὐτεπιτακτικός
- αὐτεπιτακτικόςbelonging to absolute powermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτεπιτακτικός — αὐτεπιτακτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στην απόλυτη εξουσία … Dictionary of Greek
αὐτεπιτακτικόν — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power masc acc sg αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπιτακτικῆς — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπιτακτικήν — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπιτακτικῶς — αὐτεπιτακτικός belonging to absolute power adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)